- κατηγορητικός
- κατηγορητικόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατηγορητικός — ή, ό (Α κατηγορητικός, ή, όν) (νομ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατηγορία, που γίνεται για κατηγορία, για ενοχοποίηση, για μομφή αρχ. (λογ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε (αριστοτελική) κατηγορία ή κατηγόρημα, κατηγορικός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κατηγορητικῶν — κατηγορητικός fem gen pl κατηγορητικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορητικῆς — κατηγορητικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… … Dictionary of Greek